Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Ezra Pound - Χορευτική εικόνα

για το γάμο στην Κανά της Γαλιλαίας

Με σκούρα μάτια,
γυναίκα εσύ των ονείρων μου,
με σαντάλια φιλντισένια,
σαν και σε καμιά,
μες στις χορεύτριες, καμιά
με γοργά παιδιά.

Δεν σ' έχω βρει μες στις σκηνές,
στη ραγισμένη νύχτα.
Δεν σ' έχω βρει στου πηγαδιού το φιλιατρό
ανάμεσα στις άλλες με τις υδρίες.

Τα μπράτσα σου
κορμός ολόδροσος κάτω απ' το φλούδι·
το πρόσωπό σου
ποταμός με φώτα.

Άσπροι σαν τ' αμύγδαλο οι ώμοι σου,
σα φρέσκα αμύγδαλα ξεφλουδισμένα.
Δεν σε φρουρούν ευνούχοι,
μήτε κάγκελα από χαλκό.

Λαζούρι επίχρυσο κι ασήμι
εκεί όπου αναπαύεσαι.
Καστανό χρυσόκλαβο χιτώνα
έχεις τυλιγμένο το κορμί σου
ω Ναθάτ-Ικναία, δένδρον παρά ποταμόν.

Καθώς ρυάκι ανάμεσα στα βρύα είναι τα χέρια σου επάνω μου,
τα δάχτυλά σου κρυστάλλινο ρέμα.

Λευκές σα βότσαλα οι θεραπαινίδες σου
η  μουσική τους σε περιβάλλει.

Σαν και σε καμιά,
μες στις χορεύτριες, καμιά
με γοργά πόδια.

-----------------------------------------------------------------------------------

Dance Figure

For the marriage in Cana of Galilee

Dark-eyed,
O woman of my dreams,
Ivory sandaled,
There is none like thee among the dancers,
None with swift feet.

I have not found thee in the tents,
In the broken darkness.
I have not found thee at the well-head
Among the women with pitchers.

Thine arms are as a young sapling under the bark;
Thy face as a river with lights.

White as an almond are thy shoulders;
As new almonds stripped from the husk.

They guard thee not with eunuchs;
Not with bars of copper.
Gilt turquoise and silver are in the place of thy rest.
A brown robe, with threads of gold woven in patterns,
hast thou gathered about thee,
O Nathat-Ikanaie, “Tree-at-the-river.”

As a rillet among the sedge are thy hands upon me;
Thy fingers a frosted stream.

Thy maidens are white like pebbles;
Their music about thee!

There is none like thee among the dancers;
None with swift feet.

Μετάφραση: Νίκος Σπάνιας


Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη - Ιδιαίτερο μάθημα

Με το μάθημα τούτο τη φτωχή μου τη ζήση -
δραχμές χίλιες μου δίναν - είχα πια ξασφαλίσει.
Στο φαΐ μου οχτακόσιες - μια ζωή μετρημένη -
για το νοίκι διακόσιες - καμαρούλα μια πήχη -
και για τ' άλλα, σκεφτόμουν, κάτι πάλι θα τύχει.
Ήταν κάποια κυρία κοσμική, καλεσμένη
στα μεγάλα σαλόνια κι είχε ανάγκη να ξέρει
για τον Όμηρο κάτι, για της Λέσβου τη λύρα,
στην κουβέντα της στίχους που και που ν' αναφέρει,
ν' απαγγέλλει Μαβίλη, Καβάφη, Πορφύρα.

Ένα μάθημα ακόμα κ' η ζωή θάν' ωραία,
συλλογιόμουν. Στο τέλος, θα της μάθω κι αρχαία!
Όταν ξάφνου μου λέει: «Θα σας πάψω ένα μήνα.
Πού καιρός για μελέτη, το Τριώδι έχει ανοίξει!
Ξενυχτώ κάθε βράδυ στους χορούς κολομπίνα,
και, θαρρώ, δεν σας έχω το κοστούμι μου δείξει.
Τι σουξέ πούχω κάνει!.. Το πιο φίνο λαμέ!
Δεκαπέντε χιλιάδες μού κοστίζει - μοντέλο
το Γκραν Σικ απ' ευθείας τόχει φέρει για με!
Κι ασορτί πώς μου πάει μυτερό το καπέλο!..»
Θάπε κι άλλα, δεν ξέρω. Το μυαλό μου σα σφήνα
μια κουβέντα τρυπούσε: «Θα σας πάψω ένα μήνα».


Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης - Παράκληση στον θεό για έναν μικρό καμπούρη

Δέ φάνηκεν ἀλήθεια (καί νυχτώνει…),
σάν κάθε βράδυ τέτοιαν ὥρα, στό μπαλκόνι,
δέ φάνηκε ὁ ἀντικρινός μικρός,
ποὖναι καμπούρης καί καχεκτικός.

Εἶν’ τά παράθυρά του, ὡστόσο, φωτισμένα,
καί πίσω ἀπό τά τζάμια τά κλεισμένα
περνοῦν ἀνήσυχες σκιές, μισοσβησμένες,
-ἄχ, κάμε, Θεέ μου, νά μή εἶναι δακρυσμένες…

Εἶν’ τόσο ἤρεμος, Θεέ μου, τόσο ἁπλός,
κ’ εἶν’ ἡ ψυχή του τόσο πονεμένη
σά βγαίνει στό μπαλκόνι μοναχός
μόλις ἡ νύχτα ἐρθεῖ, σκοτεινιασμένη…

Τό μεσημέρι μένει ὥρα πολλή
πίσω ἀπ’ τίς γρίλιες τῶν κλειστῶν παραθυριῶν.
Καί μέ τί προσοχή παρατηρεῖ,
στό δρόμο, τά παιχνίδια τῶν παιδιῶν…

Αὐτός δέν παίζει κι οὔτε πού τολμᾶ
νά κατεβεῖ, νά τρέξει, στό στενό.
Κάποτε, ποὔτρεξε κι αὐτός,
τ’ ἄλλα παιδιά φύγαν καί τόν ἀφῆσαν μοναχό…

Κι ὅταν ἡ μάνα του τοῦ λέει:
«Γιατί καί σύ δέν πᾶς νά παίξεις, ὅπως τ’ ἄλλα τά παιδιά;»
«Βαριέμαι», ἀπαντάει αὐτός σιγά,
καί τόν περνοῦνε γιά ἰδιότροπο πολύ.

Ὕστερα μελετάει τό μάθημά του,
δίχως βοήθεια, μόνος, δυνατά…
Κ’ εἶν’ ἡ φωνή του σάν προμήνυμα θανάτου
ὡς ἀντηχεῖ, βραχνή, στή σκοτεινιά…

Μόλις βραδιάσει, βγαίνει στό μπαλκόνι.
Οὔτε διακρίνεται στό σκότος τό πυκνό.
Μιά ὀκαρίνα εἶν’ ἡ συντροφιά του ἡ μόνη,
κι ὅλο σφυράει τόν ἴδιονε σκοπό.

Ἀπόψε ὅμως δέ φάνηκε.
Καί τρέμουν οἱ σκιές στό δωμάτιό του τό κλειστό…
Ὤ, πῶς φοβᾶμαι, πῶς φοβᾶμαι,
Θεέ μου, μήν τοῦ συνέβη τίποτα κακό.

Εἶν’ ἡ ψυχή του πάντοτε θλιμμένη…
Εἶναι καμπούρης καί καχεκτικός…
Κάμε τουλάχιστον, Θεέ μου,
ἡ πονεμένη ψυχή του νἆναι ἤρεμη διαρκῶς…

Κι ἄν εἶναι νά πεθάνει, ἄς μήν τό ξέρει…
Σέ μιά γλυκιά ὀπτασία ἄς βλέπει
πώς στή γειτονιά του κάποιο μεσημέρι,
μέ τ’ ἄλλα τά παιδιά παίζει κι αὐτός.


Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Γιάννης Ρίτσος - Έλληνες καραγωγείς

Ἀργά, κατὰ τὸ μεσημέρι, ὅταν πουλήσουν στὸ παζάρι
τὰ προϊόντα τους – λαχανικά, σταφύλια, ἀχλάδια –,
γυρίζουν μὲ τὰ κάρρα τους ἀπ' τὸν παραθαλάσσιο δρόμο
πρὸς τὰ μικρά τους κτήματα, τὰ μακρυνά,
κάθιδροι, αὐτοί καὶ τ' ἄλογά τους,
μὲ τὰ χαρτονομίσματα δεμένα στὸ μαντίλι τους
καὶ μὲ τὰ κέρματα νὰ κουδουνίζουνε στὶς τσέπες τους,
ἀνόητοι, τσακισμένοι, σχεδὸν ἄγριοι,
μὲ τὸ θυμὸ μιᾶς ἄγνωστης ἀργοπορίας κι ἀδικίας,
μὲ τὰ τσουλούφια τῶν σκληρῶν μαλλιῶν τους ὅλο σκόνη καὶ ἵδρωτα
χτισμένα κάτω ἀπ' τὸ κασκέτο τους...
Ὅμως, σὰν στρίψουνε τὴ δημοσιά, σὰν ἀνταμώσουν
τὴν πρώτη ἐρημική ἀμμουδιά, ξεζεύουν τ' ἄλογά τους,
γδύνονται βιαστικά, πετοῦν τὰ ροῦχα τους στὶς πέτρες
καὶ μπαίνουνε στὴ θάλασσα νὰ πλύνουν τ' ἄλογά τους.
Καὶ τότε, μουσκεμμένοι, ὁλόγυμνοι κι ὁλόχρυσοι, ἄνθρωποι κι ἄλογα,
ἀστράφτουν μὲς στὸν ἥλιο μὲ μιὰ ὑψηλήν εὐγένεια
ἐργατικοί καὶ παντοδύναμοι, σάμπως νὰ βγῆκαν
μὲς ἀπὸ τοὺς πανάρχαιους μύθους...
Ὁ μικρότερος καραγωγέας,
μόλις δεκαοχτὼ χρονῶ, στίλβοντας ὅλος μὲς στὸ μεσημέρι,
γυμνός, καβάλλα στ' ἄλογό του, κάλπασε πέρα στὴ θάλασσα,
ἐνῶ ἕνα σύννεφο λευκό σημάδευε τὸν ἴσκιο τοῦ μὲς στὸ γαλάζιο...
Καὶ στὴν ἀκρογιαλιά, τὰ κάρρα, ὁλόχρυσα κι αὐτά,
ἔλαμπαν μὲς στὶς κυκλικές ἀνταύγειες τῶν τροχῶν τους
σὰν ἔνδοξα ἅρματα ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἑλληνικούς ἄγωνες,
ποὺ ἐδῶ σταμάτησαν καὶ ποὺ ἀπὸ δῶ πάλι θὰ ξανάρχιζαν...


Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Γουόλτ Γουίτμαν - Άραγε ποτέ δεν ήρθε για σε μια στιγμή;..

Άραγε ποτέ δεν ήρθε για σε μια στιγμή,
μια ξαφνική, θεία αναλαμπή,
να τινάξεις μακριά σου τα φλούδια όλα,
πλούτη, συρμούς, συνήθειες;
Τούτο τ' αχόρταγο πάρε-δώσε,
βιβλία, έριδες, τέχνη κ' ερωτοδουλειές,
στο απόλυτο Τίποτε να ξαποστείλεις;

Μετάφραση: Βαγγέλης Δουβαλέρης


Άρης Αλεξάνδρου - Μες στις πέτρες

Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι μέσα δω σ' αυτό το δάσος,
με τα κλαδιά κομμένα, μισοκαμένους τούς κορμούς,
με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες.


Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Αλέξανδρος Πάλλης - Κανάρης

Όλη η βουλή των προεστών στο μόλο συναγμένη
είπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει.
Τότε έβγαλα το φέσι
και να μιλήσω θάρρεψα προβάλλοντας στη μέση
«Τίποτα, αρχόντοι, δε φελάει, μονάχα το καράβι.»
Σα μ' άκουσε ένα απ' τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει
και το φαρμάκι χύνει
«Ποιος είναι αυτός, και πώς τον λεν, που συβουλές μας δίνει;»

Νά τα Ψαρά πώς χάθηκαν. Κ' εγώ φωτιά στο χέρι
πήρα, και πέρα τράβηξα κατά της Χιος τα μέρη,
κ' είπα αποκεί - δε βάσταξα - με χείλια πικραμένα:
«Νά πώς με λεν εμένα!»


Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Πωλ Βερλαίν - Οι Ράθυμοι

- Μπα! Και η μοίρα μας έγινε πεζή.
Αν θέλετε, πεθαίνουμε μαζί;
- Σπάνια η πρόταση, ορισμένως.

- Ωραίο το σπάνιο. Λοιπόν εμπρός.
Ο τόπος θαυμάσιος και ο καιρός.
- Χι! χι! χι! Απογοητευμένος!

- Ίσως. Αλλά προπάντων εραστής
άψογος. Ανέκαθεν ιδεαλιστής.
Να πεθάνουμε τώρα ελάτε.

- Περσότερο ειρωνεύεστε, θαρρώ,
παρά όσο κάνετε τον τρυφερό.
Πάψετε, κύριε, αν αγαπάτε.

Έτσι το βράδυ κείνο απάνω στη
χλόη, και στ' άνθη απάνω καθιστοί,
δυο περίεργοι ερωτευμένοι

αναβάλανε τέτοιο ζηλευτό
θάνατο, κι απομείνανε γι' αυτό
- χι! χι! χι! - καταγοητευμένοι.

Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης


Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Μιλτιάδης Μαλακάσης - Μοίρες

Ἀργά, βαριὰ κι ἀκόμα σὰν βγαλμένα,
μές ἀπὸ νύχτες μακρινὲς ἄγνωστων χρόνων,
ἀπάνω στὰ λιθόστρωτα ἀντηχοῦν συρμένα,
κάποια χαμένα βήματα, λησμονημένα,
τὰ μυστικὰ παράπονα τῶν παραπόνων.

Ἀδύνατα κορμάκια, ἀποσωμένα,
πρόσωπα ποὺ δὲ φαίνεστε μὲς στὸ σκοτάδι,
μάτια μεγάλα, μαῦρα, ἀραχνιασμένα,
καὶ στεναγμοὶ βγαλμένοι μές ἀπὸ τὸν Ἅδη,
φαντάσματα σκυφτά, μαυροντυμένα,

Ποὺ ἀφήνετε τοὺς τάφους σας βράδυ σὲ βράδυ.
Καὶ δείχνετε, δὲ λέτε, περπατεῖτε μόνον,
μὲ τὰ βουβὰ παράπονα τῶν παραπόνων.

Κ.Π. Καβάφης - Στο πληκτικό χωριό

Στο πληκτικό χωριό που εργάζεται -
υπάλληλος σ’ ένα κατάστημα
εμπορικό· νεότατος - και που αναμένει
ακόμη δυο τρεις μήνες να περάσουν,
ακόμη δυο τρεις μήνες για να λιγοστέψουν οι δουλειές,
κ’ έτσι να μεταβεί στην πόλιν να ριχθεί
στην κίνηση και στην διασκέδασιν ευθύς·
στο πληκτικό χωριό όπου αναμένει -
έπεσε στο κρεβάτι απόψι ερωτοπαθής,
όλ’ η νεότης του στον σαρκικό πόθο αναμμένη,
εις έντασιν ωραίαν όλ’ η ωραία νεότης του.
Και μες στον ύπνον η ηδονή προσήλθε· μέσα
στον ύπνο βλέπει κ’ έχει την μορφή, την σάρκα που ήθελε...